- αυνανίζομαι
- -ίστηκα, ικανοποιώ την αφροδίσια ορμή τεχνητά, χωρίς συνουσία, μαλακίζομαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αυνανίζομαι — αυνανίζομαι, αυνανίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αυνανίζομαι — [αυνανισμός] επιδίδομαι σε αυνανισμό, μαλακίζομαι … Dictionary of Greek
δέφω — (AM δέφω) νεοελλ. κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ αρχ. 1. κάνω κάτι μαλακό τρίβοντάς το με το χέρι, χειρομαλάσσω 2. μαλάσσω το αιδοίο, αυνανίζομαι («ἀλλ οὐδεμίαν ἄλλην ἑταίραν εἶδέ τις αὐτῶν, ἑαυτοὺς δ ἔδεφον ἐνιαυτοὺς δέκα») 3. μέσ. δέφομαι… … Dictionary of Greek
λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) … Dictionary of Greek
μαλακίζομαι — (AM μαλακίζομαι) [μαλακός] αυνανίζομαι νεοελλ. 1. κάνω βλακώδεις ενέργειες 2. περνώ άσκοπα τον καιρό μου 3. ενεργ. μαλακίζω αυνανίζω κάποιον 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαλακισμένος, η, ο α) αποβλακωμένος από τον αυνανισμό β) βλάκας,… … Dictionary of Greek
τρομπάρω — και τρουμπάρω Ν 1. αντλώ με τρόμπα 2. μτφ. αυνανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. trombare «αντλώ, μεταγγίζω»] … Dictionary of Greek
χειρομαχώ — έω, Α [χειρομάχος] (με αισχρή σημ.) κάνω μάχη με τα χέρια, αυνανίζομαι … Dictionary of Greek
χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ … Dictionary of Greek
ψωλοκοπανώ — άω, Ν αυνανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + κοπανώ] … Dictionary of Greek
ψωλοκοπούμαι — έομαι, Α αυνανίζομαι, ψωλοκοπανώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωλή + κοποῦμαι (< κόπος < κόπος)] … Dictionary of Greek